Δημοσιευμένο στο: MONKIE Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, 2008 pdf/issue 05
http://www.radiobubble.gr/files/u227/monkiepdf05.pdf
Flâneur: περπατώ, περπατώ μες την πόλη, όταν ο χρόνος δεν είναι εδώ
Της Μαρέττας Σιδηροπούλου
Ποιος ακριβώς είναι ο flâneur, ο περιηγητής της πόλης; Μήπως ο traceur, ο παρκουρίστας, ειν' η σημερινή μετεμψύχωσή του; Το πέρασμα απ' τον διαβάτη στον ακροβάτη.
Το να μη βρίσκεις το δρόμο σου μες την πόλη, μάλλον, δεν σημαίνει και πολλά. Πράγματα αρχίζουν να σημαίνουν και να συμβαίνουν όταν χάνεις το δρόμο σου. Κάποτε, στο γύρισμα του 19ου αιώνα, έγινε τέχνη: η τέχνη του να χάνεις το δρόμο, η τέχνη του να προσπερνάς. Κάποιοι έγιναν καλλιτέχνες στο είδος. Ή μάλλον, απλώς, προχώρησαν. Στο Παρίσι τους είπαν flâneurs. Ήταν αρκετοί, αλλά πάντα μόνοι. Θα ακολουθήσουμε έναν μετρώντας τα βήματα ενός αστικού ήρωα που, όσο περπατά ακόμα, συνεχίζει να βλέπει το δημόσιο χώρο σαν αχανή παιχνιδότοπο και να ψυχαγωγείται απ' το ανθρώπινο θέαμα. Ο flâneur δεν έχει πατρίδα. Κι αν είχε, θα την έθαβε. Είναι πάντα κι από παντού περαστικός. Μέσα στο θολό πλήθος βρίσκει τον εαυτό του και είναι ο εαυτός του όταν χάνει την ταυτότητά του. Μπερδεμένος; Ναι, φυσικά. Όλες αυτές οι συγκινήσεις που συγχρονίζονται, ο ίλιγγος του πλήθους, το φαντασμαγορικό αλλά προσωρινό αστικό θέαμα, η ελευθερία και η ανωνυμία του, τον ρίχνουν σε μία ακαθόριστη μελαγχολία: στο «spleen» (στη γαλλική γλώσσα, η κατάσταση της ακαθόριστης μελαγχολίας).
Η νέα μητρόπολη κι οι λουφαδόροι πρίγκιπες
19ος αιώνας, βιομηχανική επανάσταση. Και η πόλη γίνεται μητρόπολη. Ακολουθούν τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές κι οι άνθρωποι αφήνουν την ύπαιθρο και τις πατρίδες τους. Με όρους κοινωνιολογίας μιλάμε για βιομηχανική αστικοποίηση στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο σκηνικό της ταχύτατα αναπτυσσόμενης μητρόπολης, εμφανίζεται μια νέα, κάπως εκκεντρική μορφή, αυτή του flâneur. Ο flâneur (στα ελληνικά ίσως η καλύτερη απόδοση θα ήταν περιηγητής ή πλάνητας) είναι ένας διαβάτης που παρατηρεί τη μητρόπολη, ένας gentleman που περιπλανιέται στο αστικό τοπίο. Εθισμένος στην περιπλάνηση, διαβαίνει τους δρόμους ανώνυμος μέσα στο πλήθος με μοναδικό σκοπό να απολαύσει την παρατήρηση διαρκώς εναλλασσόμενων σκηνών. Είναι ένας παθητικός θεατής των αστικών δρωμένων. Βεβαίως, τα λεξικά της εποχής του 19ου έχουν την άποψη τους. Εκεί ο flâneur, παγιδευμένος αναπόδραστα στο λήμμα του, θα οριστεί ως «αρχιτεμπέλης, λουφαδόρος, άνθρωπος αθεράπευτης οκνηρίας ο οποίος δεν ξέρει πώς να υποφέρει τα προβλήματα και την ανία του».
Αρχικά, ο flâneur, όπως εμφανίζεται στη μητροπολιτική σκηνή και παράλληλα στη λογοτεχνία, συνδέθηκε με την πρωτεύουσα του Παρισιού βρίσκοντας στα ποιήματα και τα κείμενα του Baudelaire την ταυτότητα και το εγκώμιό του, αλλά κι έναν «οδηγό διαβίωσης». Η (παρ)ουσία της μοντέρνας μητρόπολης (και του αστικού υποκειμένου) είναι αυτή ακριβώς η μορφή του περιφερόμενου παρατηρητή ο οποίος ατενίζει, αλλά δεν συμμετέχει στα θεαματικά δρώμενα της πόλης. Στο Paris Spleen, που γράφεται το 1869, ο Baudelaire περιγράφει λεπτομερώς τον flâneur ο οποίος, όταν αναγκάζεται να δουλέψει, γίνεται δημοσιογράφος και ζει γράφοντας σε επιφυλλίδες. Φαίνεται πως είναι ιδανικός για το επάγγελμα αυτό, καθώς είναι μια ανώνυμη φιγούρα στο αστικό πλήθος, σχεδόν αόρατος, ένας πρίγκιπας με ψηλό καπέλο, φράκο, μπαστούνι ή πούρο στο χέρι που απολαμβάνει παντού το incognito του. Είναι ο ίδιος ένας ζωντανός οδηγός πόλης.
Ο flâneur δεν είναι της κλασικής παιδείας, δεν ξέρει λατινικά ή μαθηματικά, σπουδάζει μια «αστική επιστήμη» που γνωρίζει κάθε δρόμο της πόλης, κάθε ύποπτο ή απαστράπτον μαγαζί, κάθε διεύθυνση, κάθε σοκάκι. Διαβαίνει, παρατηρεί και γράφει στο περιθώριο της καπιταλιστικής ζωής. Τα κείμενά του είναι θραυσματικά, ακολουθούν κι υπαγορεύονται απ' το ρυθμό της μητρόπολης. «Παρατηρητή, φιλόσοφο, πλάνητα —αποκαλέστε τον όπως επιθυμείτε» λέει ο Baudelaire, αλλά ο flâneur είναι κάτι περισσότερο: «ένας ζωγράφος της περαστικής στιγμής και όλων των ιχνών αιωνιότητας που περιλαμβάνει».
Τι είναι λοιπόν ο flâneur, αν όχι αυτός που επιδίδεται στη flânerie… Γιατί πέρα απ' την προφανή ταυτολογία, flânerie σημαίνει περιπλάνηση, διαφέρει όμως (όχι κατά τα λεξικά του 19ου αιώνα, σίγουρα!) απ' την άσκοπη περιπλάνηση. Κι αυτό, γιατί συμβαίνει σε συγκεκριμένους δημόσιους χώρους της πόλης, εσωτερικούς κι εξωτερικούς: σε πάρκα, πλατείες, εμπορικές στοές κι εμπορικά κέντρα, σ' εστιατόρια, βουλεβάρτα, σε κήπους. Με λίγα λόγια, συμβαίνει όπου συνωστίζεται κόσμος, γιατί η περιπλάνηση μπορεί να φαίνεται ατομική, αλλά έχει δημόσιο χαρακτήρα.
Κρατώντας τις αποστάσεις
Αν είσαι πραγματικός flâneur, είσαι μακριά απ' το σπίτι κι αισθάνεσαι παντού σα στο σπίτι σου. Είσαι στο επίκεντρο του κόσμου κι είσαι αόρατος στο πλήθος. Ο δρόμος ανάμεσα στις προσόψεις των κτηρίων σου παρέχει την ασφάλεια και τη θαλπωρή που νιώθει ο αστός μέσα στους τέσσερις τοίχους του. Για έναν flâneur το φιλικό περιβάλλον είναι πάντοτε έξω απ' το σπίτι. Η μητρόπολη γεμάτη πιθανότητες κι εκπλήξεις λειτουργεί ως τοπίο της τέχνης και της ύπαρξής του. Αντιθέτως, βρίσκει τον ιδιωτικό κόσμο και την οικιακή ζωή βαρετά και πιθανώς αιτία ναυτίας. Χωρίς πρόσβαση στο δημόσιο θέαμα η ζωή του στερείται παντελώς την απόλαυση, γιατί η μεγαλύτερη απόλαυση για τον flâneur είναι ν' ανακατεύεται με το πλήθος, με το χείμαρρο, το συμπτωματικό και το προσωρινό.
Παρότι, όμως, η πόλη και τα πλήθη είναι απαραίτητα συστατικά της ηδονοβλεπτικής παρατήρησης, ο flâneur κρατάει απόσταση και από τα δύο. Έτσι, διαβάζει την πόλη όπως θα διάβαζε ένα κείμενο —από απόσταση. Βλέπει αλλά δεν αγγίζει, επιθυμεί αλλά δεν αγοράζει. Με αυτή τη λογική καταναλώνει την ίδια την πόλη απέχοντας οικονομικά και συναισθηματικά. Απολαμβάνει την έκθεση χωρίς δαπάνες κι αν και συχνάζει στις στοές των εμπορικών καταστημάτων, δεν θα βάλει ποτέ το χέρι στην τσέπη. Ο flâneur είναι στην ουσία αντικαταναλωτής, ο ιδανικός χρήστης της πόλης. Την ίδια φυσική απόσταση διατηρεί και από το πλήθος. Ενώ παραμένει συνειδητά ένας άνθρωπος που προέρχεται απ' το πλήθος, δεν εξομοιώνεται μ' αυτό. Διαφέρει και διαχωρίζεται απ' τη μάζα και τον κυρίαρχο αστικό τρόπο ζωής.
Βοτανολογώντας στην άσφαλτο (αναζητώντας το νόημα)
Ο flâneur είναι «εναλλακτικός» και του φαίνεται. Στην καθημερινότητά του αντιστέκεται στο ρυθμό του πλήθους και διαμαρτύρεται —εκκεντρικά όπως συνηθίζει— εναντίον του. Όταν πηγαίνει να «βοτανολογήσει στην άσφαλτο», έχει το βήμα του ρακοσυλλέκτη που κάθε στιγμή κοντοστέκεται στο δρόμο του για να περισυλλέξει τους θησαυρούς που συναντά. Ο ρυθμός αυτός αποτελεί μια σιωπηλή διαμαρτυρία του flâneur για το τοπικό και το οικουμενικό ρολόι της προόδου. Με το ρολόι ο flâneur είναι αρκετά άνετος κι έχει αφθονία χρόνου, ώστε να υιοθετήσει ένα αρκετά χρονοβόρο χόμπι (που είχε επικρατήσει γύρω στο 1840) να βγάζει βόλτα κατοικίδιες χελώνες στις στοές του Παρισιού. Ο flâneur άφηνε πρόθυμα τα βραδύκαυστα προσφιλή του τετράποδα να καθορίζουν το ρυθμό της βόλτας του. Σχόλιο κατά της παραγωγικής διαδικασίας; Ε, ναι.
Αλλά ποια μπορεί να είναι η βαθύτερη αιτία της περιήγησης; Αυτό ίσως εξηγείται απ' το γεγονός ότι ποιητής και flâneur συναντήθηκαν στο πρόσωπο του Baudelaire. Το να είναι κανείς ποιητής, ν' αναζητά το νόημα της ζωής, νοηματοδοτεί την ιδιότητα του flâneur, καθώς η ποίηση είναι η βαθιά αιτία και η δικαιολογία της περιήγησης.
Ο Ρυθμός των Στοών
Η περιπλάνηση με αυτή την ειδική έννοια της flanerie, όμως, δύσκολα θα είχε αποκτήσει τη σημασία της χωρίς τις εντυπωσιακές στοές της γαλλικής πρωτεύουσας —τις λεγόμενες arcades— που αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της βιομηχανικής πολυτέλειας. Οι arcades ήταν περίτεχνοι διάδρομοι στεγασμένοι με γυαλί, επιστρωμένοι με μάρμαρο και περνούσαν μέσα από ολόκληρους όγκους σπιτιών. Κάτι μεταξύ δρόμου και εσωτερικού. Προστατευμένες απ' τους ρυθμούς της μητρόπολης, έμοιαζαν οι ίδιες με μικρές ανεξάρτητες πόλεις, με σκεπαστούς κόσμους σε μικρογραφία. Χωρίς τις στοές αυτές ο flâneur θα ήταν δυστυχής, αλλά χωρίς τον flâneur κι οι στοές δεν θα είχαν την ίδια αίγλη. Περιδιαβαίνοντας έξω από αυτές, εκτεθειμένος στην κυκλοφορία της πόλης, μπορεί να έχασε κάτι από την αταραξία του, έγινε όμως περισσότερο ανθεκτικός στο περιβάλλον…
Έρωτας με την τελευταία ματιά
Μέσα στη ροή της πόλης με το βλέμμα να διακόπτεται απ' τους έντονους μητροπολιτικούς ρυθμούς ο flâneur βιώνει το σοκ και τη μέθη. Ευάλωτος όπως είναι απ' τη μελαγχολία και την αβεβαιότητα, ο έρωτας τον βρίσκει παντού —φευγάτος και ανεκπλήρωτος, βεβαίως. Αλλά, όπως στην περιπλάνηση έτσι και στον έρωτα, σημασία δεν έχει ο τελικός προορισμός. Ανάμεσα στο πλήθος ο flâneur ερωτεύεται παράφορα και ζαλίζεται απ' τον ρομαντισμό του τυχαίου, του προσωρινού και του ανώνυμου που απλόχερα προσφέρει η πόλη. Ο έρωτας του ανθρώπου της μητρόπολης είναι έρωτας με την τελευταία ματιά. Το «jamais» είναι το αποκορύφωμα της συνάντησης, όπου το πάθος, πάντα ματαιωμένο, αφήνει μόνο κατάλοιπο την έμπνευση στον ποιητή.
Για τον flâneur, ο οποίος περιφέρεται στην πόλη ως τυχοδιώκτης κι εργένης, που δεν απασχολείται με τις κοινωνικές υποχρεώσεις, η γυναικεία ομορφιά θαυμάζεται σαν έργο τέχνης, ενώ οι γυναίκες κι ο έρωτάς τους αποτελούν «αντικείμενα προς κατανάλωση» μαζί με τα υπόλοιπα θεάματα που παρέχει η πόλη. Λατρεύει να τις παρατηρεί, να τις αποτιμά και με αυτό τον τρόπο να τις «κατέχει».
Εκκεντρικότητα και μελαγχολία
Το σκηνικό της μητρόπολης είναι γεμάτο με ήρωες που παίζουν στη δημόσια σφαίρα: ο flâneur, ο ποιητής, ο συλλέκτης, ο χαρτοπαίκτης, ο εργάτης, ο ρακοσυλλέκτης και η πόρνη είναι μερικοί από αυτούς. Όλοι αυτοί είναι εκκεντρικές, αν όχι περιθωριοποιημένες, μορφές της αστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.
Ο flâneur όμως ανατρέπει την ταυτότητα του ήρωα που είναι μια μορφή που υπερβαίνει το καθιερωμένο. Γιατί στην περίπτωση του, η εκκεντρικότητα μετατρέπεται σε καθημερινή πρακτική. Για τον Baudelaire, ο τέλειος ήρωας της νεωτερικότητας ταυτίζεται με τον flâneur κι είναι η μορφή που αναζητά παντού προσωρινές εμπειρίες. Το σημάδι του ηρωισμού στον Baudelaire είναι, άλλωστε, να ζεις στην καρδιά της μη πραγματικότητας, μέσα στο έλεος της επίφασης και το τίμημα είναι πάντοτε η μελαγχολία:
«…όσο για το κοστούμι, τη φλούδα του μοντέρνου ήρωα […] μήπως δεν είναι το απαραίτητο ένδυμα της εποχής μας, η οποία υποφέρει και κουβαλάει μέχρι και στους μαύρους, αδύνατους ώμους της το σύμβολο ενός διαρκούς πένθους; […] Μια τεράστια λιτανεία νεκροπομπών —πολιτικών, ερωτευμένων ή αστών νεκροπομπών. Όλοι τελούμε κάποια ταφή».
-Charles Baudelaire
Απ' το διαβάτη στον ακροβάτη
Πόσο επίκαιρο είναι να μιλάει κανείς για την εκκεντρικότητα του αργού, φτωχού και μόνου, κι εντελώς αυτάρεσκου flâneur, όταν σήμερα η ακραία τάση να βιώνει κανείς την πόλη λέγεται parkour; Οι δικοί μας εκκεντρικοί είναι αυτοί που την εξασκούν και λέγονται traceurs ή —κατά το γνωστότερο— παρκουρίστες. Περισσότερο βιαστικοί, λίγο πολεμιστές και λίγο κομάντος, μετακινούνται με ταχύτητα κι ευελιξία απ' το ένα σημείο στο άλλο υπερπηδώντας με ευκολία και στυλ εμπόδια όλων των ειδών. Η πόλη, που για τον flâneur έμοιαζε με σκηνικό φαντασμαγορικού θεάτρου, για τον traceur είναι πίστα κι έχει levels. Κάτι μοιάζει να τον κυνηγάει, κάτι μοιάζει να κυνηγάει ο ίδιος —πάντα έτοιμος για θεαματικές απογειώσεις κι ακροβασίες στο περίγραμμα της πόλης. Αν ο flâneur προσπερνούσε, ο traceur υπερπηδά κι αιωρείται βιώνοντας την προσωπική του πόλη όχι με την μακρόσυρτη flânerie, αλλά με το απαιτητικό σε μυς parkour. Κι αν η πόλη προστάτευε τον ευαίσθητο flâneur, τώρα αναμετράται με τον δυναμικό, οριακό και ριψοκίνδυνο traceur.
Φαίνεται ότι όσο υπάρχουν πόλεις, οι χρήστες τους θ' ακολουθούν παρέα με τις χρήσεις τους την εξέλιξη της αστικής ροής και η πόλη στην οποία κινείται ο traceur έχει ταχυπαλμία. Κι όπως ακριβώς ο Balzac έδινε το μότο της εποχής του 19ου αιώνα για τους flâneurs λέγοντας «to live is to stroll», μερικούς αιώνες αργότερα, οι ακροβάτες της σημερινής μητρόπολης αντιτείνουν το δικό τους : «I live parkour».
Άραγε, αν ο flâneur ζούσε σήμερα, θα έκανε επικίνδυνα ακροβατικά ή θα έπαιζε με χελώνες; Κανείς δεν ξέρει. Άλλωστε οι διαβάτες δεν έχουν εκλείψει. Βγαίνουν στην πόλη κι ακολουθώντας αποθηκευμένες διαδρομές —πολεοδόμοι εν αγνοία τους— ελπίζουν να βρουν ή να ξαναβρούν ένα δρόμο, να γνωρίσουν ή να αναγνωρίσουν μία σκηνή. Και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, γιατί η πόλη είναι φορητή (αν και μερικές φορές αφόρητη) κι εμείς είμαστε τα containers της. Είμαστε η (μετα)πόλη. Οπότε, την επόμενη φορά που θα χάσετε τα βήματά σας μέσα σε δρόμους της πόλης, σκεφτείτε ότι μόλις βρήκατε το δρόμο. Γιατί οι πιο ωραίες διαδρομές είναι αυτές που σε οδηγούν άλλού από εκεί που θες να πας.
Σχετικά βιβλία:
- The Flaneur, Keith Tester (edit), Routledge.
- Σαρλ Μπωντλαίρ, Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, Walter Benjamin, μτφρ. Γιώργος Γουζούλης, εκδ. Αλεξάνδρεια.
- Gender, Identity and Place, Linda McDowel, Cambridge Polity Press.
- Representation, Cultural Representation and Signifying Practices, Stuart Hall (edit), SAGE.
έψαχνα κάτι στο sync τις προάλλες και πέτυχα το blog σου εντελώς τυχαία..
ΑπάντησηΔιαγραφήσ' ευχαριστώ
μαρέττα