Ναυτίλος
ΜΕΓΑΛΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ
Ασπίδα εγώ, βαθύ ντεκολτέ εκείνη, έχασα κατά κράτος...
.....................................
Για την Ανοιξη, λέω...
Σαν κρυπτομνησία που κάποτε φανερώνεται, ή σαν μνήμη κρυφή που δεν θέλει να το ρισκάρει και να αναδυθεί,
ψυχανεμίζομαι ότι το Μεγαλοβδόμαδο ανεβαίνει -από τότε που ήμουν παιδάκι το διαισθανόμουν, αλλά έπρεπε να μεγαλώσω σαράντα τραύματα για να το νοιώσω- κάθε
φορά στη σκηνή σαν ζεϊμπέκικο που ρετάρει στο πιάνο του Κραουνάκη. Αμφίθυμο
σαν να μη θέλει να ξέρει πως γνωρίζει τι θα συμβεί, θέλει το Μεγαλοβδόμαδο κι αυτό μια φορά να σταθεί σαν σημαία αγνώστων λοιπών στοιχείων...
Ματαίως, ως γνωστόν. Ο δον Κιχώτης των φτωχών, ανύποπτο αρνί όσον ήταν παιδί, τώρα έχει ενημερωθεί. Κανένας δεν έμεινε ζωντανός στον γάμο της Κανά, έκανε λάθος ο πύραυλος
κι έγιναν οι εορταστές παράπλευρη απώλεια, οι παράνυφοι έγιναν νεκροί. Και της νύφης και του γαμπρού οι σάρκες, πριν ενωθούν εις μίαν, έγιναν κομμάτια που τα χώρισε ο θάνατος...
Δεν είναι συνεπώς πια ανύποπτος ο Αμνός, πάει κι έρχεται, έρχεται και φεύγει αιώνες τώρα• και οι μαθητές των μαθητών του το ίδιο, άλλους τόσους αιώνες τώρα, γεμίζουν τη Γη με σταυρούς.
Πύραυλοι πολλαπλών κεφαλών
Λερναίες Υδρες
και εισέρχεται η άνοιξη στο Μεγαλοβδόμαδο σαν γιασεμάκι που θα κοπεί για τον επιτάφιο.
.................................
Ερχόμενος, λέει, φέτος ο Κύριος συνάντησε στον δρόμο του έναν ραγισμένον γενίτσαρο χτισμένον σε ένα γεφυράκι. Σπασμένες γύρω γύρω οι ημέρες του, σαν τα γυαλικά της μάνας του.
Ταπεινός Αυτός που ήρθε για τους τελώνες, τις πόρνες και τους σαλούς, πήρε απ' του γενίτσαρου την καρδιά όλα τα κρίματα και τους φόνους και τα έκανε βροχούλα
έκλαψε με τα δάκρυά της και ο εξωμότης• λυτρώθηκε• κι ύστερα ξανάγινε γενίτσαρος. Είθισται...
*****
Την τελευταία στιγμή προσπαθούσε να αλλάξει ζώδιο ο Εκτορας, να αποπροδικάσει την τύχη του κι άλλος να πέσει βορά του Αχιλλέα. Δεν γίνονται αυτά παλληκάρι μου, τα επιτόκια αλλάζουν πάντα υπέρ της Τράπεζας.
Αλλωστε τους εμπόρους για μία μόνον ημέρα έδιωξε απ' τον Ναό ο Επαναστάτης, ύστερα ξανάπιασαν βάρδια οι νόμοι και οι προφήτες κι έγινε πάλι το θέλημα των Δυνατών.
................................
Μαγεμένος με τα γράμματα και τις ιστορίες ανησυχούσα έως πρότινος, σαν θρασύ μειράκιο παρ' ότι πλέον μεσήλιξ, μήπως κάποτε γεράσουν τα αγάλματα. Τώρα λυπάμαι που δεν θα γεράσουν ποτέ...
Και οι δύο τρόποι Σου απέτυχαν.
Ο Εκτορας αμύνθηκε, κι έπεσε. Εσύ γύρισες και το άλλο μάγουλο κι αυτοί που Σε σταύρωσαν, σταυρώνουν έκτοτε λαούς και λαούς στο όνομά Σου - μπανάλ διαπίστωση κι όμως φρικτή.
Πύραυλοι ύβρεως-αέρος, πύραυλοι εδάφους-ύβρεως σκάνε και τούτη την άνοιξη πάνω στις Τροίες του κόσμου, όπως τα βεγγαλικά τη νύχτα της Ανάστασης στις ειρηνικές μας πόλεις. Και οι Τροίες πέφτουν. Ολες οι Τροίες πάντα πέφτουν...
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 29.ΙΙΙ.2010 stathis@enet.gr
Ναυτίλος
ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
Στα λυμένα σου μαλλιά
περσικοί κήποι...
Την ημέρα εκείνη, γνωστήν έκτοτε και επαναλαμβανόμενη κατ' έτος ως Μεγάλη Τρίτη, κι έξι αιώνες ύστερα από «τα δραματικά γεγονότα της Μεσοποταμίας»
ο Αίρων τας αμαρτίας του Κόσμου κι ο Προφήτης Μεχμέτ έπαιζαν ζατρίκιο στον Παράδεισο καθισμένοι πάνω σε δύο βασιλικές τίγρεις της Σιβηρίας, κάτω από τη σκιά του Δένδρου της Γνώσης του Καλού και του Κακού.
Ενας είναι ο Θεός, δήλωνε ο Προφήτης Μωάμεθ και ο Αίρων έκανε τρεις κινήσεις σε μία με τον ίππο του - χαμογελούσε ο Προφήτης και ρωτούσε κατόπιν τον χλωμό -σαν τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασίζης- Αμνό: «με τα σφαχτάρια του έρωτος τι θα κάνεις;»...
Μια χαρακιά από μαχαιριά ανεπίδοτου έρωτα στην παλάμη του είχε ο κρινόμενος• «μην ανησυχείς» του είπε τρυφερά ο Ιησούς «τα ίχνη απ' τα καρφιά θα την καλύψουν»• και τον έκρινε: ερωτευμένος στον Αιώνα
φως εκ φωτός να κατεβαίνει κάθε φορά στον Αδη ο Ορφέας.
....................................
Την ίδια ώρα τυραγνισμένος, αμφιρρέπων και πυρίμορφος ο Ιούδας οργάνωνε το έργον.
Σε ένα ρυάκι που δεν έβγαζε πουθενά αποθήκευε τα δάκρυά του. Αυτός ο δυστυχής. Που δεν θα μάθαινε ποτέ τις άγνωστες λέξεις του μέλλοντος. Το μαύρο
αρνί ετοίμαζε τη δική του θυσία, με μαύρο δάκρυ, ο Αγιος Αμνημόνευτος.
.................................................
«Κι αυτόν τον αγαπάς!» χαμογέλασε γαλήνιος ο Προφήτης, χαμογέλασε και ο Αίρων...
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 30.ΙΙΙ.2010 stathis@enet.gr
Ναυτίλος
ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ
Την ημέρα εκείνη ζορίσανε τα πράγματα και δεν μπορούσαν πια οι διαφημίσεις να τα κάνουνε ευχάριστα.
Λογικόν.
Ολα εδώ πληρώνονται. Σε αυτούς που για όλα εδώ αμείβονται. Σε αυτούς που πίνουν εμφιαλωμένα λιμνάζοντα ύδατα κι από τους άμβωνες των στρατηγείων
παρουσιάζουν όπλα
διαμοιράζονται ιμάτια
και μοιράζουν μερίσματα.
[Φωνές χωρίς φωνήεντα, αλλά γραμμένες με πεντακάθαρη μεγαλογράμματη γραφή, να διαβάζουν εύκολα και να καταλαβαίνουν οι υπήκοοι και οι πιστοί, τι λένε οι πινακίδες: από πού πάνε στον διάολο και πού οι ναπάλμ ανέβασαν την αξία των μελλοντικών ακινήτων]...
Σήμερα η βιαιότης της Βεβαιότητος στήνει τις αγχόνες της - η παράστασις αρχίζει...
.................................
...πρώτα από τον Ιππόδρομο με τον χορό της Καρμανιόλας. Σήμερα ο ευγενής, αύριο ο επαναστάτης για όλους έχει την καλή της λεπίδα η Τύχη.
Η Τύχη και η Ανάγκη.
Διαλέξτε!
Ο Αμνός διάλεξε την Ανάγκη.
Κι έβαλε τα γέλια η Τύχη...
Ακόμα κι ο Ρωμαίος στενοχωρήθηκε.
Υστερα από χρόνια με τον Βαραββά στα βουνά, τσιγάρα και καλάσνικωφ, μια-δυο φορές το 'φερε η κουβέντα, απ' Αυτόν είχε απομείνει η Μυροφόρα (πουλημένη για πόρνη στις Συρακούσες) και το κλάμα της μάνας Του
...μια εικόνα με μεγάλα μαύρα μάτια που τη βλέπεις πάνω στις κόκκινες σημαίες, αν τις καλοκοιτάξεις.
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 31.ΙΙΙ.2010 stathis@enet.gr
Ναυτίλος
ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ
Μεγάλη Πέμπτη ανήμερα να θυμόμαστε το Αουσβιτς, το Νταχάου κι όλα τα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Να σκύβουμε το κεφάλι απ' το βάρος της μνήμης
τόσων ανεξιλέωτων νεκρών...
Την ημέρα αυτή, λένε οι γνωρίζοντες, τρίζουν τα ξύλα των καραβιών στα πελάγη και οι ρίμες των παλιών ναυτικών στοιχειώνουν τις γέφυρες.
Δεν εξέλιπαν οι ωμοφάγοι
κι ογδόντα πόλεμοι κάνουν συνεχώς τον γύρο του κόσμου...
...........................
Στη χώρα χωρίς χρόνο.
Σαν να 'ναι όλα σταματημένα στο σύνορο του άνω και του κάτω μιας κλεψύδρας κινείται κάποιες στιγμές ο κόσμος - κι έτσι βγαίνεις από μέσα του
και κοιτάζεις το πρόσωπό σου
μωρό και γέροντα μαζί
ενώπιος ενωπίω, χωρίς να σε βοηθούν οι ελιγμοί των λυγμών - ένας κόκκος στα εκατομμύρια κόκκων δισεκατομμυρίων πλανητών τρισεκατομμυρίων γαλαξιών το πρόσωπό σου, κι όμως εσύ το βλέπεις ολοκάθαρα να βρίζει, να γελά, να αναστενάζει, να χαμουρεύεται, να βογγά και να ουρλιάζει - είναι η κόλαση,
(σου είπαν μια βραδιά τα όνειρά σου), εμείς: Τόποι χωρίς ειρμό, πρόσωπα με πολλαπλές σημασίες, εσύ ο ίδιος ένα πρίσμα. Από μέσα και απ' έξω...
*****
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου ο Κοσμοσείστης και γι' αυτό, για σένα το πιο εκπληκτικό, πιο μυστηριακό και το πιο σπουδαίο είναι ένας άνθρωπος που τον εμποδίζουν να βαδίσει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε...
ΣΤΑΘΗΣ Σ. 1.IV.2010 stathis@enet.gr
Ναυτίλος
ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου