17/3/09

color-field fadings...

Colour Field Painting. A type of abstract painting in which the whole picture consists of large expanses of more or less unmodulated colour, with no strong contrasts of tone or obvious focus of attention. Some Colour Field Paintings use only one colour; others use several that are similar in tone and intensity. This type of painting developed in the USA in the late 1940s and early 1950s, leading pioneers including BarnettNewman and Mark Rohtko. It is thus an aspect of abstract expressionism and it has also been seen as a type—or precursor—of minimal art. From 1952 Helen Frankenthaler developed Colour Field Painting by soaking or staining diluted paint into unprimed canvas, so that the paint is integral with the surface rather than superimposed on it. The term Colour Stain Painting is applied to works of this type.

Ian Chilvers. "Colour Field Painting." The Oxford Dictionary of Art. 2004



Jack Bush, Big A, 1968

Ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός αναπτύσσεται στη Νέα Υόρκη, προς τα τέλη του ’40 ενώ φαίνεται να επιβάλλεται λίγο μετά το 1950. «Βομβαρδίζει τις αισθήσεις με έργα απόλυτης αμεσότητας», στρέφεται αρχικά στον αυθορμητισμό και την προσωπική έκφραση. Απόρροια της προτεραιότητας του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, στην ατομική έκφραση ήταν η πολυμορφία των τάσεών του, ωστόσο διακρίνονται δύο κύριες κατευθύνσεις: η ζωγραφική της δράσης (action painting ) και η ζωγραφική του χρωματικού πεδίου (colour –field painting )

Την περίοδο που ο αφηρημένος εξπρεσιονισμός «αφήνει την τελευταία δημιουργική πνοή του», καθώς ο ρυθμός, η τεχνική όλο και περισσότερο υπερτερούσε, αφομοίωνε και εξουδετέρωνε εν τέλει την ίδια την εκφραστικότητα, προβάλλει η εποχή που αμφισβητεί την ίδια τη γλώσσα της ζωγραφικής, που αναρωτιέται πάνω στο περιεχόμενο της τέχνης. Η δεκαετία του '60, εγκαταλείπει τη ζωγραφική και προσφεύγει στην κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας, με τα μέσα της ζωγραφικής δίχως το φορτίο του «νοήματός της». Ο δεσμός έργου τέχνης - θεατή, ο δεσμός του δημιουργού/συγγραφέα – αναγνώστης συνθλίβεται και ανασυγκροτείται εκ νέου σε ένα ενιαίο πεδίο όπου όσο περισσότερο ο δημιουργός υπαγορεύει το έργο του, τόσο συνδέεται η πορεία του έργου του με την ερμηνεία του αναγνώστη, αρκεί να διατηρηθούν οι δυνατότητες. Τότε μόνο θεμελιώνεται η άρρητη (απαγορευμένη) συνάφεια, καθώς ο θεατής/αναγνώστης αναιρεί την κρίση {ο Μπάρτ γράφει: "η κριτική αναφέρεται πάντα σε απολαυστικά κείμενα, ποτέ σε ηδονικά κείμενα", (1973:37)}, δε σχολιάζει αλλά αμφισβητεί - συγκρούεται, δεν ανάγει την κρίση στη γραμματική ή στη συντακτική λειτουργία αλλά ραγίζει... (1973)

Τότε το παρόν, η στιγμή της θέασης/της ανάγνωσης μου επιτρέπει την ανθρώπινη μορφή...


Την ίδιo βράδυ, ακούστηκαν οι λέξεις: φαντασία, αυτονομία, ονειροπόληση…


(lectio-log, xvi.iii.mmix)


-Ρολάν Μπάρτ: Η απόλαυση του κειμένου, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα, 1973.