13/8/09

1965 ...blurred impressions ...

1965
... "indicating a lack of focus"...


...πολύ αργότερα διαπιστώνεις όσα σε συγκροτούν... εξάλλου, αναπνέεις δίχως να κατανοείς τη σύσταση του αέρα που αναπνέεις... κάποτε, λοιπόν, γίνεσαι αρχαιολόγος και αρχειοθέτης αλλά η απόλαυση παραμένει...

















LAST TIME (1965) - BITTERSWEET SYMPHONY (1997)

'Cause it's a bittersweet symphony, this life
Try to make ends meet
You're a slave to money then you die
I'll take you down the only road I've ever been down
You know the one that takes you to the places
where all the veins meet yeah,

No change, I can change
I can change, I can change
But I'm here in my mold
I am here in my mold
But I'm a million different people
from one day to the next
I can't change my mold
No, no, no, no, no

14/7/09


Μπέρτολντ Μπρεχτ

(1898-1956)



Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ


Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ,

όπως εκείνο το δείλι που σε άφησα

με κατάπιε το βαθυγάλαζο δάσος,

ψυχή μου,

που πάνω του, στα δυτικά,

κρέμονταν κιόλας

χλωμά τα άστρα.

Γέλασα αρκετά,

καρδιά μου,

γιατί συγκρούστηκα παίζοντας

με το σκυθρωπό πεπρωμένο

την ίδια ώρα

μέσα στο γαλανό δείλι του δάσους

αργοσβήναν κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα.

Εκείνο το μοναδικό σούρουπο

όλα ήταν τόσο γλυκά

όσο δεν ήταν ποτέ ξανά να γίνουν

αλλά αυτό που μου απόμεινε είναι

μόνο πουλιά μεγάλα

που το δείλι

πετούν πεινασμένα στον

σκοτεινιασμένο ουρανό

13/7/09

"Η έρευνα δεν μπορεί να εξαρτάται από την "ανταποδοτικότητά" της" , του Κωνσταντίνου Τσουκαλά -- ΑΥΓΗ, 12.07.2009

/ ΕΝΘΕΜΑΤΑ
Η έρευνα δεν μπορεί να εξαρτάται από την "ανταποδοτικότητά" της
Ημερομηνία δημοσίευσης: 12/07/2009

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ*

Οι εχθροί ενάντια στους οποίους πρέπει να πολεμήσουμε --γιατί νομίζω όλοι συμφωνούμε πως κάτι πρέπει κάνουμε-- δεν είναι, δυστυχώς, μόνο η προχειρότητα και η ανοησία των κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Ούτε, επίσης, μόνο αυτά που έχουν συμβεί στο παρελθόν -- γιατί πρέπει να πούμε ότι όσα γίνονται σήμερα είναι συνέχεια μιας πολύ παλιότερης πολιτικής, η οποία οδηγεί ακριβώς στην ελαχιστοποίηση του ποσοστού του εθνικού εισοδήματος, που διατίθεται για την έρευνα στον προϋπολογισμό.

Δυστυχώς, υπάρχει κάτι ακόμα δυσκολότερο και βαθύτερο, και αυτός είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Είναι το ότι πλέον, πέραν της Λισσαβώνας και των ρητορικών κατασκευών, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την τάση -- καθώς και όλες οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης-- να συνδέουν την έρευνα με αυτό το οποίο ονομάζουν "ανταπόδοση", να την αντιμετωπίζουν "ανταποδοτικά". Και όταν λένε "ανταποδοτικά", εννοούν ότι η έρευνα πρέπει να χρηματοδοτείται μόνο όταν και εκεί όπου θα υπάρξουν, απτά ή έμμεσα, οικονομικά ωφελήματα από αυτήν.

Η νοοτροπία αυτή έχει επικρατήσει πια παντού, με αποτέλεσμα χώρες μεγάλες και με μακρά επιστημονική παράδοση, όπως η Αγγλία, να βλέπουν την έρευνά τους να καταρρέει. Αλλά και στη Γαλλία, όπου η παράδοση του Centre National de la Recherche Scientifique (CNRS) είναι ισχυρότερη, τα χάλια της έρευνας, και στα πανεπιστήμια και στα κέντρα, λόγω της υποχρηματοδότησης, είναι απίστευτα. Στην Ελλάδα, βέβαια, είμαστε σε πολύ χειρότερη κατάσταση.

Θα ήθελα, λοιπόν, να τονίσω, για να γίνει απολύτως σαφές, το εξής: η έρευνα δεν είναι δυνατόν να εντάσσεται στο πλαίσιο της οικονομίας και των οικονομιών, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται καν ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί σαν ανταποδοτικό είδος και, κατά μείζονα λόγο, δεν είναι δυνατόν να δρομολογηθεί στην κατεύθυνση της συγχρηματοδότησης με τον ιδιωτικό τομέα.

Αυτά είναι, σε αδρές γραμμές, τα εξωτερικά ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της ερευνητικής πολιτικής όλων των ευρωπαϊκών χωρών. Πιστεύω ότι πρόκειται για μια από τις αιχμές ενός πολιτικού και ιδεολογικού δόρατος, στο οποίο είμαστε υποχρεωμένοι όλοι να αντιπαρατεθούμε. Θα έλεγα δε ότι, μακροπροθέσμως, αν δεν νικήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή, αν δεν καταφέρουμε ώστε η έρευνα, όχι μόνο στις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες αλλά και στις επιστήμες της φύσης, να αποδεσμευθεί από τον βρόχο της ανάγκης, χωρίς να πρέπει να αποδεικνύει συνεχώς ότι είναι οικονομικά αποτελεσματική, τότε βαδίζουμε προς έναν κατήφορο χωρίς τέλος.

*O Kωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρόεδρος του ΕΚΚΕ

Ανεμολόγιο καταστρώματος... "αυτός ο άνεμος δε λέει να σωπάσει"...

ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΩΝ

Ελληνικά Σύμβολα

Διεθνή Σύμβολα

Επίσημη Ονομασία

Κοινή Ονομασία

Β

N

Βορράς

Τραμουντάνα

ΒΒΑ

NNE

Μεσοβορράς

Γραιγοτραμουντάνα

ΒΑ

NE

Μέσης

Γραίγος

ΑΒΑ

ENE

Μεσαπηλιώτης

Γραιγολεβάντες

Α

E

Απηλιώτης

Λεβάντες

ΑΝΑ

ESE

Ευραπηλιώτης

Σιροκολεβάντες

ΝΑ

SE

Εύρος

Σιρόκος

ΝΝΑ

SSE

Ευρονότος

Οστριασιρόκος

Ν

S

Νότος

Όστρια

ΝΝΔ

SSW

Λιβανότος

Οστριογάρμπης

ΝΔ

SW

Λιψ (Λίβας)

Γαρμπής

ΔΝΔ

WSW

Λιβανοζέφυρος

Πουνεντογάρμπης

Δ

W

Ζέφυρος

Πουνέντες

ΔΒΔ

WNW

Σκιρωνοζέφυρος

Πουνεντομαΐστρος

ΒΔ

NW

Σκίρωνας

Μαΐστρος

ΒΒΔ

NNW

Σκιρωνοβορράς

Μαϊστροτραμουντάνα

23/6/09

Η Αριστερά ως δυνατότητα, μετά το 4,7% Tου Nικου Γ. Ξυδακη, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 14.06.2009

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (14.06.2009)

Η Αριστερά ως δυνατότητα, μετά το 4,7%

Tου Nικου Γ. Ξυδακη

Πόσο σαστισμένος μπορεί να είναι ένας πολιτικός αρχηγός από το εκλογικό ποσοστό του, πόσο στριμωγμένος από την κομματική καμαρίλα, για να εμφανιστεί, τη βραδιά εκλογών, απολογούμενος για το 4,7%, σαν να θεωρεί ότι κατατροπώθηκε στον δρόμο προς τα Χειμερινά Ανάκτορα, και κυρίως, σαν να απευθύνεται στα κομματικά μέλη που τον δίκαζαν και όχι σε πολίτες που τον ψήφισαν. Ο πρόεδρος του Συνασπισμού Αλέξης Τσίπρας, συνήθως χαρωπός και άνετος, την περασμένη Κυριακή εξέπεμπε ήττα και περίσκεψη: πώς θα τα βγάλει πέρα με την εσωκομματική αντιπολίτευση, με τους ανανεωτικούς, με τους καναλοδίκες, με τους βαρυσήμαντους αναλυτές που θα καταδίκαζαν την πολιτική του.

Μα όλοι αυτοί θα τον έθαβαν χωρίς δίκη, θα τον καταδίκαζαν ακόμη κι αν έπιανε 6, 7 ή 8%, γιατί θα τον σύγκριναν με τα δημοσκοπικά διψήφια ποσοστά του περασμένου καλοκαιριού, αφενός, και γιατί δεν εγκρίνουν την πολιτική του Συνασπισμού έτσι κι αλλιώς· δεν τους αρέσει ο Συνασπισμός, τον μισούν, έτσι κινηματικός και αριστερός που κατάντησε, σχεδόν αντισυστημικός, με ροκ χιούμορ, με σκανδαλιστικά φιλελεύθερη προσέγγιση της νεολαίας και των αναδυόμενων συλλογικοτήτων, με σκουλαρίκια στο αυτί και συγχρωτισμούς με τους ανυπάκουους.

Οχι, δεν είναι Αριστερά αυτή - θα έλεγε ο Λεωνίδας Κύρκος, και όλοι οι σύντροφοι της αλήστου μνήμης EAΔΕ, της ευπειθούς ροζ Αριστεράς, της γραφικής Συμμαχίας, του ΚΚΕεσωτ-Τσαουσέσκου και της ΕΑΡ του 1,5% και του 2%. Και θα συμφωνούσαν όλοι οι καναλαστέρες και οι ξινοί αναλυτές, οι οποίοι ούτε ψηφίζουν ούτε υποστηρίζουν Αριστερά· μόνο τη χλευάζουν.

Αξιοσημείωτο. Οι δριμύτεροι επικριτές της «αριστερής» στροφής του ΣΥΝ υποστηρίζουν ότι νοιάζονται για μια αξιοπρεπή, ρεαλιστική Αριστερά, όπως τον παλιό καλό καιρό του ’74 - ’89, όταν δηλαδή ήταν κομπάρσος και παρήγαγε στελέχη για το κράτος και το ΠΑΣΟΚ. Τι ειρωνεία... Οι τιμητές της σημερινής «κινηματικής» (και τρικυμιώδους και αντιφατικής και καιροσκοπικής, θα πρόσθετα) Αριστεράς του 5% και του 4,7%, αυτοί που την προτιμούν πτωχή και τιμία, αυτοί που την προτιμούν με Λένιν-και-Λακόστ, είναι περίπου αυτοί που επί έτη πολλά την καθήλωναν στο συν-πλην 2% και την άφησαν εκτός Βουλής.

Γιατί να τους ακούσει αυτούς τώρα ο Συνασπισμός; Θα τους ακούσει, τους ακούει ήδη. Γιατί ο Συνασπισμός -σαν κόμμα, όχι σαν έκφραση Αριστεράς- είναι ψοφοδεής και αυτιστικός, είναι ιδιοτελής ισορροπιστής και εκκολαπτήριο επαγγελματιών μηχανορράφων. Γιατί ο Συνασπισμός αυτοαναφέρεται, ενδοεπικοινωνεί μες στο περίκλειστο σύμπαν της Κουμουνδούρου, λογοδοτεί στο ιερατείο του, τακτοποιεί τάσεις και ταξίματα, εξασφαλίζει καριέρες, κλαυθμυρίζει που δεν του αφιερώνουν δύο αράδες οι εφημερίδες, που δεν τον καλούν στα πάνελ να μηρυκάσει τα ίδια ξύλινα, να απολογηθεί στον κάθε καναλαστέρα. Γιατί ο Συνασπισμός δεν αφουγκράζεται τις προσδοκίες του κόσμου του, αυτού του πεισματάρη κόσμου που του χάριζε επί τόσες αναμετρήσεις το μαγικό 3% της επιβίωσης, δεν αφουγκράζεται τους φόβους και τις προσδοκίες των ανυπάκουων μα και τόσο τρομαγμένων νέων, των επισφαλών με μάστερ, των ντελίβερι με πτυχίο, των νέων υποκειμένων που στρέφουν τα νώτα στο φθαρμένο σύστημα, που υποφέρουν από τον νεποτισμό, την αναξιοκρατία και τη διαφθορά, που στραγγαλίζονται από ένα διαλυμένο εκπαιδευτικό σύστημα και υποβαθμίζονται κοινωνικά προτού καν δοκιμαστούν.

Κι όμως, τελευταία, ο Συνασπισμός άκουσε τέτοιες φωνές. Κινήθηκε προς το μέρος των νεο-αποκλεισμένων, των μορφωμένων νεόπτωχων και του αναδυόμενου πρεκαριάτου. Ο Αλέκος Αλαβάνος ελίχθηκε τακτικά, προς τον Καιρό, επεχείρησε ανανέωση προσώπων και ατζέντας. Ταυτόχρονα όμως, ο σκουριασμένος, γερασμένος και επαγγελματοποιημένος ΣΥΝ, ανακαλύπτοντας εκ νέου τη σαγήνη των κινημάτων, των φοιτητών εν προκειμένω, κολακεύτηκε από τα πλήθη που κατέβαιναν στους δρόμους και θεώρησε ότι αυτοί οι νέοι τον ακολουθούν. Εκανε λάθος. Οι νέοι δεν ακολουθούσαν τον ΣΥΝ, ακολουθούσαν την οργή τους, την απελπισία τους, ίσως και την κακομαθησιά τους. Ο ΣΥΝ, όμως, προσβεβλημένος από έναν ιδιότυπο κινηματισμό, αντί να αναλύσει τις νέες ανάγκες, το νέο ήθος, τα νέα υποκείμενα, έκανε σημαία το άρθρο 16 και τα ιδιωτικά κολέγια, αντί να υπερασπίσει καινοτόμα το καλύτερο δημόσιο σχολείο, τον διευρυμένο δημόσιο χώρο, τον χώρο της Αριστεράς εντέλει.

Και προτού αντιληφθεί τι συνέβαινε, σε περιβάλλον απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, με την εφήμερη δημοσκοπική προσδοκία να τροφοδοτεί αλαζονεία και εσωκομματικές διελκυστίνδες, ο Συνασπισμός, και ο Σύριζα μαζί του, τράκαρε στην οικονομική κρίση και στον Δεκέμβρη. Μάλλον, ο Δεκέμβρης τράκαρε πάνω του· και τον τσαλάκωσε, μαζί με όλα τα στερεότυπα και τις εδραίες πεποιθήσεις. Ορθώς ο Συνασπισμός δεν καταδίκασε τυφλά, δεν ξόρκισε, δεν αναθεμάτισε. Προσπάθησε να καταλάβει - ίσως να νόμισε ότι μπορεί και να ηγεμονεύσει. Δεν μπόρεσε. Δεν είχε τα εργαλεία· αλλά και το ίδιο το παρανάλωμα του Δεκέμβρη δεν προσφέρεται για εύκολες ερμηνείες και αφομοίωση.

Οι χλευαστές λένε ότι ο ΣΥΝ πληρώνει τον Δεκέμβρη. Εν μέρει αληθές - δημοσκοπικά αληθές: Πράγματι, οι νοικοκυραίοι στον Αγιο Παντελεήμονα λένε ότι ο Συνασπισμός τις νύχτες τούς κουβαλάει μετανάστες... Μα όχι, ο Συνασπισμός, ως έκφραση της Αριστεράς, πληρώνει τις αδυναμίες του: να αντιληφθεί τον κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, τη μητροπολιτική Αθήνα, το απειλητικό πλήθος των μεταναστών homo sacer, τους απειλούμενους μικροαστούς, τους ανυπάκουους νέους, το, μισοτραυλό μα γνήσια αγωνιώδες, νέο discours. Αυτές οι αδυναμίες της Αριστεράς είναι αδυναμίες της κοινωνίας μας. Μα ακριβώς γι’ αυτές τις αδυναμίες, παρ’ όλες τις αδυναμίες, η Αριστερά, με αυτή ή την άλλη μορφή, με αυτόν ή άλλον ΣΥΝ, παραμένει αναγκαία διαρκής δυνατότητα. Ανοιχτή. Αναγκαία όσο και η ουτοπία.

10/5/09

Πειραιάς...





Porto Leone, Πειραιάς










Οι τόποι είναι πάντα κάτι περισσότερο από χώρος... είναι σχέσεις, είμαστε εμείς..., ο χρόνος είμαστε εμείς...


Πειραιάς, 1837


Πειραιάς, τέλη 19ου αι.
























Πειραιάς, 1855















Νίκος Εγγονόπουλος, Ο ποιητής στον Πειραιά


Φωτογραφία του λιμανιού το 1961, από το ψηφιοποιημένο αρχείο του ΟΛΠ

Γιάννης Σταύρου, Πειραιάς








17/4/09

Flâneur: περπατώ, περπατώ μες την πόλη, όταν ο χρόνος δεν είναι εδώ

της Μαρέττας Σιδηροπούλου

Δημοσιευμένο στο: MONKIE Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, 2008 pdf/issue 05
http://www.radiobubble.gr/files/u227/monkiepdf05.pdf

Flâneur: περπατώ, περπατώ μες την πόλη, όταν ο χρόνος δεν είναι εδώ

Της Μαρέττας Σιδηροπούλου



Ποιος ακριβώς είναι ο flâneur, ο περιηγητής της πόλης; Μήπως ο traceur, ο παρκουρίστας, ειν' η σημερινή μετεμψύχωσή του; Το πέρασμα απ' τον διαβάτη στον ακροβάτη.


Το να μη βρίσκεις το δρόμο σου μες την πόλη, μάλλον, δεν σημαίνει και πολλά. Πράγματα αρχίζουν να σημαίνουν και να συμβαίνουν όταν χάνεις το δρόμο σου. Κάποτε, στο γύρισμα του 19ου αιώνα, έγινε τέχνη: η τέχνη του να χάνεις το δρόμο, η τέχνη του να προσπερνάς. Κάποιοι έγιναν καλλιτέχνες στο είδος. Ή μάλλον, απλώς, προχώρησαν. Στο Παρίσι τους είπαν flâneurs. Ήταν αρκετοί, αλλά πάντα μόνοι. Θα ακολουθήσουμε έναν μετρώντας τα βήματα ενός αστικού ήρωα που, όσο περπατά ακόμα, συνεχίζει να βλέπει το δημόσιο χώρο σαν αχανή παιχνιδότοπο και να ψυχαγωγείται απ' το ανθρώπινο θέαμα. Ο flâneur δεν έχει πατρίδα. Κι αν είχε, θα την έθαβε. Είναι πάντα κι από παντού περαστικός. Μέσα στο θολό πλήθος βρίσκει τον εαυτό του και είναι ο εαυτός του όταν χάνει την ταυτότητά του. Μπερδεμένος; Ναι, φυσικά. Όλες αυτές οι συγκινήσεις που συγχρονίζονται, ο ίλιγγος του πλήθους, το φαντασμαγορικό αλλά προσωρινό αστικό θέαμα, η ελευθερία και η ανωνυμία του, τον ρίχνουν σε μία ακαθόριστη μελαγχολία: στο «spleen» (στη γαλλική γλώσσα, η κατάσταση της ακαθόριστης μελαγχολίας).

Η νέα μητρόπολη κι οι λουφαδόροι πρίγκιπες

19ος αιώνας, βιομηχανική επανάσταση. Και η πόλη γίνεται μητρόπολη. Ακολουθούν τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές κι οι άνθρωποι αφήνουν την ύπαιθρο και τις πατρίδες τους. Με όρους κοινωνιολογίας μιλάμε για βιομηχανική αστικοποίηση στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο σκηνικό της ταχύτατα αναπτυσσόμενης μητρόπολης, εμφανίζεται μια νέα, κάπως εκκεντρική μορφή, αυτή του flâneur. Ο flâneur (στα ελληνικά ίσως η καλύτερη απόδοση θα ήταν περιηγητής ή πλάνητας) είναι ένας διαβάτης που παρατηρεί τη μητρόπολη, ένας gentleman που περιπλανιέται στο αστικό τοπίο. Εθισμένος στην περιπλάνηση, διαβαίνει τους δρόμους ανώνυμος μέσα στο πλήθος με μοναδικό σκοπό να απολαύσει την παρατήρηση διαρκώς εναλλασσόμενων σκηνών. Είναι ένας παθητικός θεατής των αστικών δρωμένων. Βεβαίως, τα λεξικά της εποχής του 19ου έχουν την άποψη τους. Εκεί ο flâneur, παγιδευμένος αναπόδραστα στο λήμμα του, θα οριστεί ως «αρχιτεμπέλης, λουφαδόρος, άνθρωπος αθεράπευτης οκνηρίας ο οποίος δεν ξέρει πώς να υποφέρει τα προβλήματα και την ανία του».

Αρχικά, ο flâneur, όπως εμφανίζεται στη μητροπολιτική σκηνή και παράλληλα στη λογοτεχνία, συνδέθηκε με την πρωτεύουσα του Παρισιού βρίσκοντας στα ποιήματα και τα κείμενα του Baudelaire την ταυτότητα και το εγκώμιό του, αλλά κι έναν «οδηγό διαβίωσης». Η (παρ)ουσία της μοντέρνας μητρόπολης (και του αστικού υποκειμένου) είναι αυτή ακριβώς η μορφή του περιφερόμενου παρατηρητή ο οποίος ατενίζει, αλλά δεν συμμετέχει στα θεαματικά δρώμενα της πόλης. Στο Paris Spleen, που γράφεται το 1869, ο Baudelaire περιγράφει λεπτομερώς τον flâneur ο οποίος, όταν αναγκάζεται να δουλέψει, γίνεται δημοσιογράφος και ζει γράφοντας σε επιφυλλίδες. Φαίνεται πως είναι ιδανικός για το επάγγελμα αυτό, καθώς είναι μια ανώνυμη φιγούρα στο αστικό πλήθος, σχεδόν αόρατος, ένας πρίγκιπας με ψηλό καπέλο, φράκο, μπαστούνι ή πούρο στο χέρι που απολαμβάνει παντού το incognito του. Είναι ο ίδιος ένας ζωντανός οδηγός πόλης.

Ο flâneur δεν είναι της κλασικής παιδείας, δεν ξέρει λατινικά ή μαθηματικά, σπουδάζει μια «αστική επιστήμη» που γνωρίζει κάθε δρόμο της πόλης, κάθε ύποπτο ή απαστράπτον μαγαζί, κάθε διεύθυνση, κάθε σοκάκι. Διαβαίνει, παρατηρεί και γράφει στο περιθώριο της καπιταλιστικής ζωής. Τα κείμενά του είναι θραυσματικά, ακολουθούν κι υπαγορεύονται απ' το ρυθμό της μητρόπολης. «Παρατηρητή, φιλόσοφο, πλάνητα —αποκαλέστε τον όπως επιθυμείτε» λέει ο Baudelaire, αλλά ο flâneur είναι κάτι περισσότερο: «ένας ζωγράφος της περαστικής στιγμής και όλων των ιχνών αιωνιότητας που περιλαμβάνει».

Τι είναι λοιπόν ο flâneur, αν όχι αυτός που επιδίδεται στη flânerie… Γιατί πέρα απ' την προφανή ταυτολογία, flânerie σημαίνει περιπλάνηση, διαφέρει όμως (όχι κατά τα λεξικά του 19ου αιώνα, σίγουρα!) απ' την άσκοπη περιπλάνηση. Κι αυτό, γιατί συμβαίνει σε συγκεκριμένους δημόσιους χώρους της πόλης, εσωτερικούς κι εξωτερικούς: σε πάρκα, πλατείες, εμπορικές στοές κι εμπορικά κέντρα, σ' εστιατόρια, βουλεβάρτα, σε κήπους. Με λίγα λόγια, συμβαίνει όπου συνωστίζεται κόσμος, γιατί η περιπλάνηση μπορεί να φαίνεται ατομική, αλλά έχει δημόσιο χαρακτήρα.

Κρατώντας τις αποστάσεις

Αν είσαι πραγματικός flâneur, είσαι μακριά απ' το σπίτι κι αισθάνεσαι παντού σα στο σπίτι σου. Είσαι στο επίκεντρο του κόσμου κι είσαι αόρατος στο πλήθος. Ο δρόμος ανάμεσα στις προσόψεις των κτηρίων σου παρέχει την ασφάλεια και τη θαλπωρή που νιώθει ο αστός μέσα στους τέσσερις τοίχους του. Για έναν flâneur το φιλικό περιβάλλον είναι πάντοτε έξω απ' το σπίτι. Η μητρόπολη γεμάτη πιθανότητες κι εκπλήξεις λειτουργεί ως τοπίο της τέχνης και της ύπαρξής του. Αντιθέτως, βρίσκει τον ιδιωτικό κόσμο και την οικιακή ζωή βαρετά και πιθανώς αιτία ναυτίας. Χωρίς πρόσβαση στο δημόσιο θέαμα η ζωή του στερείται παντελώς την απόλαυση, γιατί η μεγαλύτερη απόλαυση για τον flâneur είναι ν' ανακατεύεται με το πλήθος, με το χείμαρρο, το συμπτωματικό και το προσωρινό.

Παρότι, όμως, η πόλη και τα πλήθη είναι απαραίτητα συστατικά της ηδονοβλεπτικής παρατήρησης, ο flâneur κρατάει απόσταση και από τα δύο. Έτσι, διαβάζει την πόλη όπως θα διάβαζε ένα κείμενο —από απόσταση. Βλέπει αλλά δεν αγγίζει, επιθυμεί αλλά δεν αγοράζει. Με αυτή τη λογική καταναλώνει την ίδια την πόλη απέχοντας οικονομικά και συναισθηματικά. Απολαμβάνει την έκθεση χωρίς δαπάνες κι αν και συχνάζει στις στοές των εμπορικών καταστημάτων, δεν θα βάλει ποτέ το χέρι στην τσέπη. Ο flâneur είναι στην ουσία αντικαταναλωτής, ο ιδανικός χρήστης της πόλης. Την ίδια φυσική απόσταση διατηρεί και από το πλήθος. Ενώ παραμένει συνειδητά ένας άνθρωπος που προέρχεται απ' το πλήθος, δεν εξομοιώνεται μ' αυτό. Διαφέρει και διαχωρίζεται απ' τη μάζα και τον κυρίαρχο αστικό τρόπο ζωής.

Βοτανολογώντας στην άσφαλτο (αναζητώντας το νόημα)

Ο flâneur είναι «εναλλακτικός» και του φαίνεται. Στην καθημερινότητά του αντιστέκεται στο ρυθμό του πλήθους και διαμαρτύρεται —εκκεντρικά όπως συνηθίζει— εναντίον του. Όταν πηγαίνει να «βοτανολογήσει στην άσφαλτο», έχει το βήμα του ρακοσυλλέκτη που κάθε στιγμή κοντοστέκεται στο δρόμο του για να περισυλλέξει τους θησαυρούς που συναντά. Ο ρυθμός αυτός αποτελεί μια σιωπηλή διαμαρτυρία του flâneur για το τοπικό και το οικουμενικό ρολόι της προόδου. Με το ρολόι ο flâneur είναι αρκετά άνετος κι έχει αφθονία χρόνου, ώστε να υιοθετήσει ένα αρκετά χρονοβόρο χόμπι (που είχε επικρατήσει γύρω στο 1840) να βγάζει βόλτα κατοικίδιες χελώνες στις στοές του Παρισιού. Ο flâneur άφηνε πρόθυμα τα βραδύκαυστα προσφιλή του τετράποδα να καθορίζουν το ρυθμό της βόλτας του. Σχόλιο κατά της παραγωγικής διαδικασίας; Ε, ναι.

Αλλά ποια μπορεί να είναι η βαθύτερη αιτία της περιήγησης; Αυτό ίσως εξηγείται απ' το γεγονός ότι ποιητής και flâneur συναντήθηκαν στο πρόσωπο του Baudelaire. Το να είναι κανείς ποιητής, ν' αναζητά το νόημα της ζωής, νοηματοδοτεί την ιδιότητα του flâneur, καθώς η ποίηση είναι η βαθιά αιτία και η δικαιολογία της περιήγησης.
Ο Ρυθμός των Στοών

Η περιπλάνηση με αυτή την ειδική έννοια της flanerie, όμως, δύσκολα θα είχε αποκτήσει τη σημασία της χωρίς τις εντυπωσιακές στοές της γαλλικής πρωτεύουσας —τις λεγόμενες arcades— που αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της βιομηχανικής πολυτέλειας. Οι arcades ήταν περίτεχνοι διάδρομοι στεγασμένοι με γυαλί, επιστρωμένοι με μάρμαρο και περνούσαν μέσα από ολόκληρους όγκους σπιτιών. Κάτι μεταξύ δρόμου και εσωτερικού. Προστατευμένες απ' τους ρυθμούς της μητρόπολης, έμοιαζαν οι ίδιες με μικρές ανεξάρτητες πόλεις, με σκεπαστούς κόσμους σε μικρογραφία. Χωρίς τις στοές αυτές ο flâneur θα ήταν δυστυχής, αλλά χωρίς τον flâneur κι οι στοές δεν θα είχαν την ίδια αίγλη. Περιδιαβαίνοντας έξω από αυτές, εκτεθειμένος στην κυκλοφορία της πόλης, μπορεί να έχασε κάτι από την αταραξία του, έγινε όμως περισσότερο ανθεκτικός στο περιβάλλον…

Έρωτας με την τελευταία ματιά

Μέσα στη ροή της πόλης με το βλέμμα να διακόπτεται απ' τους έντονους μητροπολιτικούς ρυθμούς ο flâneur βιώνει το σοκ και τη μέθη. Ευάλωτος όπως είναι απ' τη μελαγχολία και την αβεβαιότητα, ο έρωτας τον βρίσκει παντού —φευγάτος και ανεκπλήρωτος, βεβαίως. Αλλά, όπως στην περιπλάνηση έτσι και στον έρωτα, σημασία δεν έχει ο τελικός προορισμός. Ανάμεσα στο πλήθος ο flâneur ερωτεύεται παράφορα και ζαλίζεται απ' τον ρομαντισμό του τυχαίου, του προσωρινού και του ανώνυμου που απλόχερα προσφέρει η πόλη. Ο έρωτας του ανθρώπου της μητρόπολης είναι έρωτας με την τελευταία ματιά. Το «jamais» είναι το αποκορύφωμα της συνάντησης, όπου το πάθος, πάντα ματαιωμένο, αφήνει μόνο κατάλοιπο την έμπνευση στον ποιητή.

Για τον flâneur, ο οποίος περιφέρεται στην πόλη ως τυχοδιώκτης κι εργένης, που δεν απασχολείται με τις κοινωνικές υποχρεώσεις, η γυναικεία ομορφιά θαυμάζεται σαν έργο τέχνης, ενώ οι γυναίκες κι ο έρωτάς τους αποτελούν «αντικείμενα προς κατανάλωση» μαζί με τα υπόλοιπα θεάματα που παρέχει η πόλη. Λατρεύει να τις παρατηρεί, να τις αποτιμά και με αυτό τον τρόπο να τις «κατέχει».

Εκκεντρικότητα και μελαγχολία

Το σκηνικό της μητρόπολης είναι γεμάτο με ήρωες που παίζουν στη δημόσια σφαίρα: ο flâneur, ο ποιητής, ο συλλέκτης, ο χαρτοπαίκτης, ο εργάτης, ο ρακοσυλλέκτης και η πόρνη είναι μερικοί από αυτούς. Όλοι αυτοί είναι εκκεντρικές, αν όχι περιθωριοποιημένες, μορφές της αστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα.

Ο flâneur όμως ανατρέπει την ταυτότητα του ήρωα που είναι μια μορφή που υπερβαίνει το καθιερωμένο. Γιατί στην περίπτωση του, η εκκεντρικότητα μετατρέπεται σε καθημερινή πρακτική. Για τον Baudelaire, ο τέλειος ήρωας της νεωτερικότητας ταυτίζεται με τον flâneur κι είναι η μορφή που αναζητά παντού προσωρινές εμπειρίες. Το σημάδι του ηρωισμού στον Baudelaire είναι, άλλωστε, να ζεις στην καρδιά της μη πραγματικότητας, μέσα στο έλεος της επίφασης και το τίμημα είναι πάντοτε η μελαγχολία:

«…όσο για το κοστούμι, τη φλούδα του μοντέρνου ήρωα […] μήπως δεν είναι το απαραίτητο ένδυμα της εποχής μας, η οποία υποφέρει και κουβαλάει μέχρι και στους μαύρους, αδύνατους ώμους της το σύμβολο ενός διαρκούς πένθους; […] Μια τεράστια λιτανεία νεκροπομπών —πολιτικών, ερωτευμένων ή αστών νεκροπομπών. Όλοι τελούμε κάποια ταφή».

-Charles Baudelaire

Απ' το διαβάτη στον ακροβάτη

Πόσο επίκαιρο είναι να μιλάει κανείς για την εκκεντρικότητα του αργού, φτωχού και μόνου, κι εντελώς αυτάρεσκου flâneur, όταν σήμερα η ακραία τάση να βιώνει κανείς την πόλη λέγεται parkour; Οι δικοί μας εκκεντρικοί είναι αυτοί που την εξασκούν και λέγονται traceurs ή —κατά το γνωστότερο— παρκουρίστες. Περισσότερο βιαστικοί, λίγο πολεμιστές και λίγο κομάντος, μετακινούνται με ταχύτητα κι ευελιξία απ' το ένα σημείο στο άλλο υπερπηδώντας με ευκολία και στυλ εμπόδια όλων των ειδών. Η πόλη, που για τον flâneur έμοιαζε με σκηνικό φαντασμαγορικού θεάτρου, για τον traceur είναι πίστα κι έχει levels. Κάτι μοιάζει να τον κυνηγάει, κάτι μοιάζει να κυνηγάει ο ίδιος —πάντα έτοιμος για θεαματικές απογειώσεις κι ακροβασίες στο περίγραμμα της πόλης. Αν ο flâneur προσπερνούσε, ο traceur υπερπηδά κι αιωρείται βιώνοντας την προσωπική του πόλη όχι με την μακρόσυρτη flânerie, αλλά με το απαιτητικό σε μυς parkour. Κι αν η πόλη προστάτευε τον ευαίσθητο flâneur, τώρα αναμετράται με τον δυναμικό, οριακό και ριψοκίνδυνο traceur.

Φαίνεται ότι όσο υπάρχουν πόλεις, οι χρήστες τους θ' ακολουθούν παρέα με τις χρήσεις τους την εξέλιξη της αστικής ροής και η πόλη στην οποία κινείται ο traceur έχει ταχυπαλμία. Κι όπως ακριβώς ο Balzac έδινε το μότο της εποχής του 19ου αιώνα για τους flâneurs λέγοντας «to live is to stroll», μερικούς αιώνες αργότερα, οι ακροβάτες της σημερινής μητρόπολης αντιτείνουν το δικό τους : «I live parkour».

Άραγε, αν ο flâneur ζούσε σήμερα, θα έκανε επικίνδυνα ακροβατικά ή θα έπαιζε με χελώνες; Κανείς δεν ξέρει. Άλλωστε οι διαβάτες δεν έχουν εκλείψει. Βγαίνουν στην πόλη κι ακολουθώντας αποθηκευμένες διαδρομές —πολεοδόμοι εν αγνοία τους— ελπίζουν να βρουν ή να ξαναβρούν ένα δρόμο, να γνωρίσουν ή να αναγνωρίσουν μία σκηνή. Και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, γιατί η πόλη είναι φορητή (αν και μερικές φορές αφόρητη) κι εμείς είμαστε τα containers της. Είμαστε η (μετα)πόλη. Οπότε, την επόμενη φορά που θα χάσετε τα βήματά σας μέσα σε δρόμους της πόλης, σκεφτείτε ότι μόλις βρήκατε το δρόμο. Γιατί οι πιο ωραίες διαδρομές είναι αυτές που σε οδηγούν άλλού από εκεί που θες να πας.


Σχετικά βιβλία:

- The Flaneur, Keith Tester (edit), Routledge.
- Σαρλ Μπωντλαίρ, Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, Walter Benjamin, μτφρ. Γιώργος Γουζούλης, εκδ. Αλεξάνδρεια.
- Gender, Identity and Place, Linda McDowel, Cambridge Polity Press.
- Representation, Cultural Representation and Signifying Practices, Stuart Hall (edit), SAGE.